- βοηγενής
- βοηγενής, -ές (Α)ο βουγενής*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοηγενεῖς — βοηγενής born of an ox masc/fem acc pl βοηγενής born of an ox masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηγενέεσσι — βοηγενής born of an ox masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek